- ζηλαδέρφι
- τό1) сводный брат; 2) πλ. сводные братья или сводные сестры
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μηλαδέρφι — το 1. ετεροθαλής αδελφός ή αδελφή, αλλ. αλληλαδέρφι, ζηλαδέρφι 2. κοινή ονομασία ενός είδους αετού. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλαδέρφι (βλ. μηλάδελφος)] … Dictionary of Greek